Οι καλύψεις ξεκινούν να ισχύουν με το που πραγματοποιηθεί η πληρωμή της πρώτης δόσης του συμβολαίου.
Η ασφάλιση μπορεί να γίνει είτε συνολικά (Κτήριο και Περιεχόμενο) είτε ανεξάρτητα για την κάθε περίπτωση.
Όχι, ο Ασφαλισμένος επιλέγει την Ασφαλιστική Εταιρία και τον Ασφαλιστικό Πράκτορα που προτιμάει, ανεξάρτητα από την θέληση του τραπεζικού υπαλλήλου. Η μόνη υποχρέωση του Ασφαλισμένου είναι να οριστεί ως δικαιούχος η Τράπεζα για τα αντικείμενα και τις αξίες που έχει έννομο συμφέρον.
Ανάλογα με το Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο που έχει επιλέξει ο Ασφαλισμένος. Υπάρχουν συμβόλαια με απαλλαγή ποσού (τα αρχικά χρήματα που απαλλάσσεται η Ασφαλιστική Εταιρία από την αποζημίωση) ή συμμετοχή του Ασφαλισμένου επί τοις εκατό στο κόστος ζημίας. Υπάρχουν όμως και συμβόλαια χωρίς απαλλαγή της Ασφαλιστικής Εταιρίας ή συμμετοχή του Ασφαλισμένου. Βασική προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι ο Ασφαλισμένος, με τη βοήθεια του Ασφαλιστικού του Πράκτορα, να έχει ασφαλίσει με τα σωστά κεφάλαια την Επιχείρηση του, έτσι ώστε να μην υπάρχει Υπασφάλιση.
Ο Ασφαλισμένος, σε συνεργασία με τον Ασφαλιστικό Πράκτορα, συζητούν διεξοδικά τους κινδύνους που διατρέχει η επιχείρηση και καταλήγουν στις κατάλληλες καλύψεις, βάσει των αναγκών της επιχείρησης. Έπειτα ο Ασφαλιστικός Πράκτορας παρουσιάζει την πρόταση Ασφάλισης από τις Ασφαλιστικές Εταιρίες που παρέχουν τις καλύψεις που ζητήθηκαν.
Απαλλαγή είναι το χρηματικό ποσό το οποίο δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία ως αποζημίωση και επιβαρύνει τον ασφαλισμένο σε κάθε περίπτωση ζημίας. Συνεπώς, αν η ασφάλιση συμφωνήθηκε με “απαλλαγή” του ασφαλιστή για ορισμένο ποσό ανά ατύχημα, η ασφαλιστική εταιρία ευθύνεται μόνο για την τυχόν πέραν του ποσού της απαλλαγής ζημία.
Δεν θα πρέπει να προχωρήσετε σε επιδιόρθωση οποιασδήποτε ζημίας, πριν τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την Ασφαλιστική σας Εταιρία ή χωρίς την έγγραφη συγκατάθεσή της για την επιδιόρθωση.
Όλες οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να ασφαλιστούν πρέπει να διαθέτουν άδεια λειτουργίας και να τηρούν τα νόμιμα μέσα πυροπροστασίας. Σε περιπτώσεις καλύψεων όπως η κλοπή μπορεί να ζητηθούν επιπλέον μέτρα προστασίας.